Πριν από 100 χρόνια, η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων ήταν πολύ
περιορισμένη. Οι εφαρμογές της είχαν να κάνουν κυρίως με τη μεταφορά
ήχου και οι απαιτήσεις εύρους συχνοτήτων ήταν πολύ μικρές.
Με δεδομένο ότι οι χαμηλές συχνότητες προσφέρουν γενικά ευκολότερη
διάδοση και δεν απαιτούν οπτική επαφή πομπού-δέκτη, το φάσμα συχνοτήτων
που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αρχή της εξέλιξης των ραδιοεπικοινωνιών,
ήταν το χαμηλότερο μέρος αυτού – τα γνωστά μακρά, μεσαία & βραχέα,
δηλαδή οι συχνότητες 0,1 έως 30 MHz.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, άρχισε να εξαπλώνεται ένα νέο μέσο που
είχε πρωτοεμφανιστεί λίγο νωρίτερα. Ήταν η μετάδοση εικόνας, η γνωστή
τηλεόραση και η ειδοποιός διαφορά με τα προηγούμενα μέσα ήταν ότι η
μετάδοση της κάθε διαύλου της απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο εύρος.
Στο νέο μέσο αποδόθηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος συχνοτήτων, το οποίο
ουσιαστικά ξεκινούσε από τους 47 MHz και τελείωνε στους 862 MHz. Το
εύρος αυτό χωρίστηκε σε μπάντες συχνοτήτων (VHF-I, VHF-III, UHF κλπ), με
κάποια τμήματα ανάμεσα στις μπάντες να αποδίδονται για άλλες χρήσεις,
όπως τα FM που αποδόθηκε ένα εύρος 20 MHz στους 100 MHz, τις κρατικές
υπηρεσίες, το στρατό, την αεροναυσιπλοΐα κλπ.
Όλες αυτές οι χρήσεις δεν απαιτούσαν μεγάλο εύρος συχνοτήτων, έτσι
δεν υπήρχε πρόβλημα να σπαταληθεί το μεγαλύτερο μέρος των συχνοτήτων
κάτω από τον 1 GHz για την τηλεόραση, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες
αναπτύχθηκε με μεγάλη ταχύτητα και σχεδόν σε όλες τις περιοχές του
πλανήτη κάλυψε πλήρως το χώρο που της είχε αποδοθεί.
Η κινητή τηλεφωνία και οι ανάγκες της
Πριν από 20 χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία σε όλες τις
προηγμένες χώρες ένα νέο μέσο, που επέτρεπε στους πολίτες να συνομιλούν
μεταξύ τους όπου και αν βρίσκονται.
Ήταν η κινητή τηλεφωνία. Η φύση της μετάδοσης (φωνή – δηλαδή μικρές
απαιτήσεις φάσματος) αλλά και η πολύ έξυπνη διαχείριση της, της
επέτρεψαν να αναπτυχθεί τα πρώτα χρόνια με πολύ καλή αποτελεσματικότητα
σε δύο στενές ζώνες του φάσματος, στις περιοχές των 900 και των 1800
MHz.
Ήρθε όμως η εποχή της ασύρματης μετάδοσης δεδομένων με τις όλο και
αυξανόμενες ανάγκες ταχύτητας, που άλλαξε τις απαιτήσεις εύρους
φάσματος.
Σε συνάρτηση με την εκθετική αύξηση των χρηστών σε όλο τον κόσμο, η
κινητή τηλεφωνία άρχισε να ασφυκτιά στις περιορισμένες συχνότητες που
είχε στη διάθεση της και να χρειάζεται περισσότερες.
Υπήρχαν διαθέσιμα τμήματα του φάσματος στις περιοχές των GHz που με
μία ανακατανομή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την κινητή
τηλεφωνία, είναι όμως γνωστό ότι όσο ανεβαίνουμε σε ψηλότερες περιοχές
του φάσματος, μικραίνει με γρήγορους ρυθμούς η ικανότητα των
ραδιοκυμάτων να διαπεράσουν εμπόδια.
Η κινητή τηλεφωνία θέλει να μπορεί να παρέχει επικοινωνία χωρίς
οπτική επαφή κεραίας-κινητού, ακόμα και μέσα στα σπίτια, επομένως η
χρήση υψηλότερων συχνοτήτων θα απαιτούσε τη χρήση πολύ μεγαλύτερης
ισχύος και στις κυψέλες και στα κινητά, πράγμα μη αποδεκτό για πολλούς
λόγους και πρώτα απ’ όλα για τη δημόσια υγεία.
Οι συχνότητες κάτω από τους 900 MHz έμοιαζαν ιδανικές για την κινητή
τηλεφωνία, όμως εκεί είχε απλωθεί η τηλεόραση και δεν ήταν καθόλου
εύκολο να την μετακινήσουν.
Όλα αυτά, μαζί με μερικούς ακόμα δευτερεύοντες λόγους, μας οδήγησαν στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση και τα DVB-T - DVB-T2.
Πηγή: Αναδημοσίευση από τη σελίδα digitaltvinfo.gr.